υποσταχύομαι

υποσταχύομαι
Α
(επικ. τ.) αυξάνομαι βαθμιαία, όπως το στάχυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + σταχύομαι «αυξάνομαι, μεγαλώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑποσταχύεσθαι — ὑποσταχύομαι yield increase like ears of corn pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσταχύοιτο — ὑποσταχύομαι yield increase like ears of corn pres opt mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποσταχυώμαι — άομαι, Α (δ. αν.) ὑποσταχύομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού ὑποσταχύομαι, κατά τα συνηρ. σε άομαι, ῶμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”